Powered By Blogger

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Συντονιστικό Συμβασιούχων
Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.



Ανοιχτός ο δρόμος για δικαστική  δικαίωση όλων των Συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες


Φίλοι και συνάδελφοι Συμβασιούχοι,

Όπως ίσως πληροφορηθήκατε από τα μέσα ενημέρωσης, δημοσιεύτηκε το απόγευμα της Τετάρτης 22 Ιουνίου 2011 η ιστορική απόφαση 7/2011 της Ολομέλειας του Άρειου Πάγου σχετικά με την υπόθεση των Συμβασιούχων καθαριστριών του ΟΠΑΠ, οι οποίες προσλήφθηκαν το ΄90 και ΄91 με ημερήσιες συμβάσεις και το ΄95-΄97 όταν μειώθηκε το πενθήμερο ωράριο εργασίας τους σε τέσσερις και σε τρεις ημέρες υπέβαλαν αγωγή για αναγνώριση των συμβάσεών τους ως αορίστου χρόνου και για διαφορές αποδοχών.
Η απόφαση της Ολομέλειας (με ψήφους 26 υπέρ έναντι 20 κατά), που απέρριψε την εισήγηση του Εισηγητή –Αρεοπαγίτη  και την πρόταση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, συνιστά τη βασικότερη επιτυχία των αποφάσεων αυτών, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο δικαστικής δικαίωσης των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατοχυρώνοντας ρητά το αναφαίρετο δικαίωμα του δικαστή να δίνει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της κάθε εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου, ανεξάρτητα του χαρακτηρισμού που επέβαλλε ο εργοδότης είτε μέσω σύμβασης, είτε μέσω νόμου, είτε μέσω Κανονισμού Προσωπικού (όπως πχ. Συμβάσεις έργου, stage κλπ).
Για την επιτυχία αυτού του πολύ σημαντικού αποτελέσματος -που καθοριστικής σημασίας υπήρξε και η συμμετοχή των δικών μας νομικών παραστατών- ο επικεφαλής Χ. Νικολουτσόπουλος εξηγεί [τα έντονα και πλάγια γράμματα δικά μας]:
«...Οι βασικές παραδοχές των αποφάσεων είναι οι ακόλουθες:
1)  Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός των εννόμων σχέσεων αποτελεί διαχρονικά έργο του δικαστή, ο οποίος δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που έδωσαν σε αυτές τα μέρη, ούτε καν από τον χαρακτηρισμό που τυχόν έδωσε ο ίδιος ο νομοθέτης. Η υποχρέωση αυτή του δικαστή απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα (άρθρα 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος.
 2)      Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920, το οποίο παγίως έχει εφαρμοσθεί από την νομολογία για την αντιμετώπιση της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αποτελεί μηχανισμό ορθού νομικού χαρακτηρισμού των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου στις περιπτώσεις που οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι πάγιες και διαρκείς. Η διάταξη αυτή απορρέει ευθέως από το ίδιο το Σύνταγμα, όχι μόνο από τις συνταγματικές εκείνες διατάξεις που επιβάλλουν τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αλλά και από τις διατάξεις του άρθρου 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος, που απαγορεύουν την κατάχρηση.
3)      Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 δεν εφαρμόζεται μόνο στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Δεν αποτελεί εμπόδιο για την εφαρμογή του, ούτε ο νομοθετικός χαρακτηρισμός των συμβάσεων ως «ορισμένου χρόνου», ούτε το άρθρο 21 του Ν. 2190/1994, που απαγορεύει την μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
 4)      Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 παρέχει πληρέστερη προστασία έναντι της παρεχόμενης από την μεταγενέστερη Οδηγία 1999/70/ΕΚ και τα ΠΔ με τα οποία ενσωματώθηκε αυτή στην ελληνική έννομη τάξη. Συγκεκριμένα με την Οδηγία αυτή και τα ΠΔ καλύπτονται μόνο οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ από το άρθρο 8 § 3 Ν. 2112/1920 καταλαμβάνεται και η πρώτη (η μία και μόνη) σύμβαση ορισμένου χρόνου...»
Εμείς θα κλείσουμε με ένα μικρό εδάφιο από την απόφαση του Α. Πάγου και με την ευχή να δικαιωθούν και οι δικοί μας αγώνες και όσων Συμβασιούχων αγωνίζονται για την εξασφάλιση της εργασιακής τους αξιοπρέπειας, σε μια χώρα που η ανεργία ήδη έχει πάρει εδώ και καιρό μη αναστρέψιμες διαστάσεις:
«...Εξάλλου η φύση της σύμβαση ή της δικαιοπραξίας δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτή οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί έργο του δικαστηρίου της ουσίας κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση...»